αικισμος

αικισμος
    αἰκισμός
     Dem., Plut. = αἴκισμα См. αικισμα 1

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αικισμος" в других словарях:

  • αικισμός — αἰκισμός, ο (Α) [αἰκίζω] κακομεταχείριση, κακοποίηση …   Dictionary of Greek

  • αἰκισμός — discomfort masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμοῖς — αἰκισμός discomfort masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμοί — αἰκισμός discomfort masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμοῦ — αἰκισμός discomfort masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμούς — αἰκισμός discomfort masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμῶν — αἰκισμός discomfort masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμῷ — αἰκισμός discomfort masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμόν — αἰκισμός discomfort masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»